My chance was good.

IMG_20151121_125341Είμαι σε μια πόλη που δεν έχει πατζούρια,  γιατί ο ήλιος βγαίνει σπάνια και οι άνθρωποι τον έχουν ανάγκη. Και σκέφτομαι μήπως εμείς έχουμε παρασυνηθίσει στον ήλιο και στο φως και δεν του δίνουμε την αξία που του πρέπει.

Χθες στο αεροπλάνο κάθησα δίπλα σε ένα αγόρι γλυκύτατο με κάτι τεράστια γαλάζια μάτια. Μέχρι να απογειωθεί έστελνε συνέχεια μηνύματα στο κινητό του στα αραβικά. Κρυφοκοίταξα ναι. Έγραφε έγραφε ασταμάτητα μέχρι που αναγκάστηκε να το κλείσει. Μετά για πολλή ώρα κοίταζε φωτογραφίες που ήταν αυτός και μια ξανθιά κοπέλα και έτρεχαν κάτι δάκρυα σαν κορομηλα από τα μάτια του. Κρυφοκοιταζα ναι.

Κράταγε στο χέρι το κινητό, το πορτοφόλι και ένα κουτί με γκοφρέτες. Όταν το άνοιξε για να φάει πρώτα έδωσε σε μένα, μετά στο διπλανό μου και μετά έφαγε εκείνος. Τον ρώτησα από που είναι Syria μου απάντησε. Μένει στη Βιέννη as a refugee. Έκατσε και στην Αθήνα 7 μήνες. Του λέω ήρθες κι εσύ από την Τουρκία μου λεει no, my chance was good. Ήρθε από την Σαουδική Αραβία με αεροπλάνο και βίζα πριν 3 χρόνια. Because of the war.

Μου είπε να πάμε μαζί στη Βιέννη με το λεωφορείο αλλά τελικά πήραμε διαφορετικό γιατί πηγαίναμε σε διαφορετικά σημεία, έφυγα τρέχοντας και δεν πρόλαβα να τον χαιρετήσω και του έκανα νόημα από το παράθυρο και με κοίταξε με αυτά τα τεράστια γαλάζια μάτια με ένα κάποιο παράπονο.

My chance was good λοιπόν και το μόνο που θελε να ήταν με αυτό το ξανθό κορίτσι 24/7 για να μην τρέχουν τα δάκρυα κορομηλα απ τις φωτογραφίες. Κι εμάς μας έφαγαν τα τι σου είπε τι της είπε το Σάββατο μπορείς όχι όχι την Κυριακή μπορώ αλλά δεν μπορώ εγώ και δεν μπορεί δεν μπορεί κάπου θα συναντηθούμε, τέτοια φάση.

Και οι chances μας να είναι πολύ καλύτερες από good.

 

λαιφ γκοουζ ον

Κάπου εκεί μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, τα πρωινά, ακουμπούσα το πόδι σου κάτω από το πάπλωμα, και ακόμα και αν κοιμόσουν το κούναγες λίγο σαν να λες είμαι εδώ. Κι αυτό έφτανε για να πάει όλη η μέρα καλά, μέσα σε δουλειές, πισι, μαγαζιά, σκατά.

Κάτι είχες πει για αγάπη και πάλη, κάπου τα χάσαμε κι αυτά, ανάμεσα σε ψυχαναγκασμούς, καθημερινότητα και σπίτια αλλωνών.

Μια φορά σε σήκωσα που είχες τη μέση σου, ένα βράδυ με έκανες καλά που είχα άγχος για τη δουλειά, ένα πρωί πεθάναμε στο γέλιο εκεί γύρω στις 6, ένα καλοκαίρι καλοκαιριάσαμε.

Είναι κι αυτό το αεράκι που φυσάει τόσο όσο, κουνάει λίγο τη μπλούζα σου, μετακινεί την άμμο λίγο πιο κει, και η ζωή συνεχίζεται. Το πώς μόνο δεν ξέρω.

DSCN4249

Καρτ ποστάλ στον Silentcrossing

Αγαπητέ S.

σου γράφω ξαπλωμένη στο χαλί, έτσι όπως μου άρεσε πάντα να κάθομαι. Σήμερα που ξανάνοιξε η ΕΡΤ, θυμήθηκα ένα ταξίδι που είχα κάνει με τη δουλειά στη Μεσσηνία, και στο αυτοκίνητο ακούγαμε Δεύτερο Πρόγραμμα μέχρι και στο πιο απίθανο κατσάβραχο. Μια μέρα σε ένα πολύ απόμερο χωριό, ψιλοεγκαταλελειμμένο, είδαμε από το αυτοκίνητο έναν παππού, από αυτούς που έχουν γίνει ένα με το τοπίο, ο οποίος καθόταν μόνος σε μια καρέκλα έξω από την πόρτα του σπιτιού. Μας είπε να μας φτιάξει καφέ, όμως εμείς του είπαμε ότι έχουμε πολλή δουλειά και λίγο χρόνο και φύγαμε γρήγορα. Έτσι έχουμε μάθει εμείς της πόλης βλέπεις, να τα κάνουμε όλα γρήγορα και να μη δίνουμε χρόνο στους ανθρώπους. Ακόμα μετανιώνω που δεν κάτσαμε είκοσι λεπτά να πούμε δυο λόγια με εκείνο τον παππού. Μπορεί να ήμασταν οι μόνοι άνθρωποι που έβλεπε μετά από καιρό. Σήμερα όμως τον σκέφτηκα γιατί αν ανοίξει το ραδιόφωνο του θα ακούσει ξανά μουσική. Αν δε κοιμήθηκε σήμερα λίγο πιο αργά, μπορεί να άκουσε και το καπνισμένο τσουκάλι, και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά.

Θα έχεις μάθει και για τον άλλο παππού, αυτόν που μένει κάτω από το σπίτι μου, είναι συλλέκτης δίσκων και τις Κυριακές βάζει ρεμπέτικα στη δια πασών. Την 1μαγιά μάλιστα, τραγουδούσε δυνατά δεν θα περά- δεν θα περάσει ο φασισμός και επιβεβαίωσα τις υποψίες μου ότι είναι δικός μας, γιατί ξέρεις, δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για τίποτα, το φίδι ζει ανάμεσά μας και στο λέω ειλικρινά, πολύ θα ήθελα να πιστέψω αυτό που έγραψες κάποτε, πως μια μέρα θα πεθάνει ο φασισμός.

Χαίρομαι που άνοιξε η ΕΡΤ και για έναν άλλο λόγο, γιατί δεν θα ξανακούσω ποτέ ξανά στο αυτοκίνητο την ηλίθια που έκανε εκπομπή τα πρωινά στη μέντα, και μια μέρα πήρα τηλέφωνο και την έκραξα, γιατί διάβαζε χαζογελώντας ένα άρθρο που έλεγε ότι οι χρυσαυγίτες βουλευτές είναι οι πιο ευγενικοί στο κυλικείο της βουλής, καταλαβαίνεις, οι άνθρωποι του δεν τρέχει τίποτα και του έλα μωρέ, που βάζουν καθημερινά το φασισμό στη ζωή μας χαμογελώντας γλυκά. Χθες το βράδυ την ώρα που γυρνούσα σπίτι, έβαλα δυνατά δεύτερο στο αυτοκίνητο με ανοιχτά παράθυρα, και άκουσα χαμογελώντας την όμορφη πόλη, σαν και τη δικιά μας που μας τρώει τα σωθικά.

Το άλλο που ήθελα να σου πω είναι ότι πήγα μετά από 6 ολόκληρα χρόνια στη Ρώμη, και ένιωσα σαν στο σπίτι μου, σαν να ήταν χθες που έφυγα. Δεν μπορώ ακριβώς να σου εξηγήσω γιατί, όμως να ξέρεις πως η πόλη αυτή δεν είναι μόνο αξιοθέτατα και σπαστικοί τουρίστες. Είναι π.χ. το San Calisto Bar που το έδειχνε και στο Grande Bellezza, που μοιάζει με το καφενείο του χωριού μου, έχουν μέχρι και παρόμοια μυρωδιά, όμως παίρνεις με 1 ευρώ granita di caffe con panna και το πιο ωραίο παγωτό σοκολάτα, είναι ο Τίβερης με τις γέφυρές του που βλέπαμε στις όχθες του εκείνο το καλοκαίρι αγώνες ποδοσφαίρου, είναι το αγαπημένο μου bar στον κόσμο Freni e Frizioni, που έχει πάντα τους πιο όμορφους barmen και τζάμπα φαγητό, είναι το Giardino degli Aranci, ένας κήπος με πορτοκαλιές και κάτω χαλίκια, που βλέπεις τη Ρώμη πιάτο σαν σε θερινό σινεμά, και το ηλιοβασίλεμα χάνεται πίσω από εκείνα τα δέντρα με τον ψηλό κορμό και το φύλλωμα σαν σύννεφο, είναι πια και η σοφίτα της Βαρβάρας που κοιμήθηκα με το αγόρι μου και του έδειξα τη Ρώμη Μου. Κάποια μέρα, μπορεί να στη δείξω κι εσένα.

IMG_6295

Κατά τα λοιπά, καλοκαίρι στην Αθήνα και τέτοια, να μας καταπίνει λίγο λίγο την ψυχή.

Σε φιλώ,

Α.

δωράκι:

Δυο καφάσια, το ένα πάνω στο άλλο και ένα κάθισμα πλοίου

“Υπάρχουν ευτυχώς ακόμα μερικά καφενεία σε απομονωμένα χωριά και στις εξοχές τόσα απροσδόκητα χαμομήλια αγριάγκαθα και θυμάρια. Και τα πρώτα φώτα μιας πόλεως ανάβουν ακόμα όπως παλιά και τα ολάνοιχτα παράθυρα του ύπνου ακόμα δεν πάλιωσαν.” Θ.Γκόρπας

Από τότε που έχασε την Ειρήνη η ζωή έγινε κάπως μονότονη. Παιδιά δεν είχαν, εγγόνια δεν είχαν, έμεινε μόνος του στο σπίτι. Μόνη του παρέα οι χιλιάδες δίσκοι που αγόρασε μέσα στα χρόνια. Πολλά λεφτά αξίζουν τώρα. Γι΄αυτόν όμως δεν είναι λεφτά, είναι οι φίλοι του, ένας ένας δίσκος και μία μία κασέτα χωριστά. Φίλοι καρδιακοί που ποτέ δεν τον πρόδωσαν. Ήταν εκεί στις χαρές και στα δύσκολα, Χατζιδάκις, ο Γκάτσος, ο Μίκης, ο Τσιτσάνης, ο Παγιουμτζής, όλοι εκεί στα ράφια τα ποτέ σκονισμένα. Την πρωτομαγιά έβαζε Λοίζο, τις Κυριακές τα μεσημέρια ρεμπέτικα, άλλες φορές νησιώτικα. Η Ειρήνη του έλεγε καμιά φορά, πιο πολύ αγαπάς τους δίσκους σου παρά εμένα. Και που είσαι τώρα Ειρηνάκι; Αυτοί είναι όλοι ακόμα εδώ. Και οι αγαπημένοι σου, και αυτοί που ποτέ δεν σ’αρέσαν.

Κάθε Σάββατο πρωί πήγαινε στη λαϊκή, και με Ειρήνη και χωρίς Ειρήνη, ήξερε από που θα πάρει πορτοκάλια, πατάτες, κρεμμύδια, όλους τους γνώριζε καλά. Αυτό το Σάββατο ντύθηκε για τη λαϊκή και για να πάρει εφημερίδα, δύσκολο πράγμα η μοναξιά σκέφτηκε. Όπως προχωρούσε είδε πάνω στη Φορμίωνος δυο καφάσια το ένα πάνω στ’ άλλο. Σαν κάθισμα πλοίου του φάνηκαν, ούτε και θυμάται πόσο καιρό έχει να μπει σε πλοίο. Μόνο στα πλοία των τραγουδιών έμπαινε μια ζωή. Είπε να κάτσει λίγο να κάνει ένα τσιγάρο, να ξεκουράσει τα πόδια του, να δει και τη θέα από το πλοίο. Θάλασσα μπλε και απέραντη έβλεπε όσην ώρα κάπνιζε, είδε κάπου στο βάθος και την Ειρήνη να τον χαιρετάει μέσα στο κόκκινο ολόσωμο μαγιό της. Αχ ρε Ειρήνη, σκέφτηκε, να ζούσες να πηγαίναμε εκείνο το ταξίδι που πάντα λέγαμε και ποτέ δεν κάναμε.

Θυμήθηκε μετά την κηδεία που μάζεψε από τη ντουλάπα όλα της τα ρούχα και τα έριξε στον κήπο. Τους έβαλε φωτιά, άναψε τσιγάρο και έβαλε να ακούσει Άκη Πάνου και μετά έβαλε αυτό και σηκώθηκε κιόλας να το χορέψει:

Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ
μέτρο δεν έχει η αγάπη
είναι απ’ τον ήλιο πιο ψηλά
και δεν τη φτάνει μάτι

Ήταν μια σπίθα στην αρχή
και μιας βροχής ψιχάλα
κι έγινε η σπίθα πυρκαγιά
και πέλαγος η στάλα

Η αγάπη που μας έδεσε
πόνο δε θα γνωρίσει
είμαστε δυο σταλαγματιές
από την ίδια βρύση

Ήταν μια σπίθα στην αρχή
και μιας βροχής ψιχάλα
κι έγινε η σπίθα πυρκαγιά
και πέλαγος η στάλα

Σίγουρα τον κοίταζε από ψηλά και τραγουδούσε κι αυτή.

Τελείωσε το τσιγάρο, μάζεψε τις σακούλες, και γύρισε στο σπίτι, το γεμάτο φίλους.

11210495_10204077361868192_1590907939680214929_n

Την επόμενη μέρα πήγε στον Πειραιά και πήρε το πρώτο πλοίο για την Αίγινα. Με εισιτήριο χωρίς επιστροφή.

*bonus track

η αλλαγή της ώρας

μόνο εκείνη είχε αφήσει να οδηγήσει το αυτοκίνητό του, το μαύρο φορντ φιέστα, δεν άφηνε κανέναν από μια χαζή ανασφάλεια-περιέργεια, της το έδωσε εκείνο το καλοκαίρι να τους πάει από την παραλία στο σπίτι, αυτόν και τον κ.

ήταν την εποχή που όλοι οι δρόμοι της αθήνας ήταν γεμάτοι αυτοκίνητα και μαύρα φορντ φιέστα. σαν κατσαρίδες εμφανίζονταν στις διπλανές λωρίδες, ή παρκαρισμένα εδώ κι εκεί, και κάθε φορά μέχρι να σιγουρευτεί ότι δεν είναι οι δικές του πινακίδες την έπιανε ταχυκαρδία.

μια μέρα της είπε πως θα φύγει για μια πόλη της βόρειας ευρώπης. έλα μαζί μου της είπε. έλα μαζί μου ενώ ήξερε πως εκείνη δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ήλιο και καλοκαίρι. θα ‘ρθω του είπε και έβγαλε εισιτήριο.

ήταν μια τρίτη, τέλη μαρτίου, το αεροπλάνο έφευγε στις 10 το βράδυ. δεν ήξερε αν έκανε καλά που πήγαινε μαζί του, το είχε όμως αποφασίσει. έφτιαξε βαλίτσα, θα τα πούμε εκεί του είπε στο τηλέφωνο.

έφτασε στο αεροδρόμιο τρέχοντας, δεν έβρισκε ταξί, ξέχασε κάτι στο σπίτι και γύρισε πίσω να το πάρει, έψαξε στον πίνακα του αεροδρομίου να δει σε ποιο γκισέ έπρεπε να δώσει τη βαλίτσα, η πτήση έλεγε last call. έτρεξε στο γκισέ, κυρία μου, της είπε μια ξανθιά με περίεργη προφορά, το αεροπλάνο είναι έτοιμο να φύγει, το χάσατε. κοίταξε το ρολόι της, μα πως τη ρώτησε αφού η ώρα είναι ακόμα ….

η ώρα άλλαξε χθες τα ξημερώματα κυρία μου.

μαζί και το σπίτι του ιδιοκτήτη του μαύρου φορντ φιέστα.

DSCN3529

μόνο εσύ θα έχεις οδηγήσει το αυτοκίνητό μου, της είπε. δεν το έδινε ποτέ και σε κανέναν άλλον, το φιέστα μου το οδηγώ μόνο εγώ, έλεγε. του είπε να σας πάω σπίτι, χαμογελώντας μέσα στο λουλουδάτο παρεό, μαυρισμένη από τον ήλιο και δεν μπόρεσε να της πει όχι.

δεν της έδειξε ποτέ ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της, δεν είπε τίποτα κι ας έβλεπε πως μια λέξη του θα την έκανε ευτυχισμένη. πήρε απόφαση να φύγει για μια καλή δουλειά, εδώ έκανε συνέχεια δουλειές του ποδαριού, με το ζόρι συντηρούσε το σπίτι του. έλα μαζί μου της είπε, και ήταν σίγουρος ότι θέλει και εκείνη μαζί του στη νέα του ζωή.  θα ‘ρθω του είπε. έβγαλε και εισιτήριο.

τη μέρα που έφευγαν δεν την πήρε τηλέφωνο. έφτιαξε τα πράγματά του, πήγε για έναν τελευταίο καφέ με τους φίλους του και ξεκίνησε για αεροδρόμιο. έδωσε τη βαλίτσα και πήγε στο χώρο αναμονής να την περιμένει.

η ώρα περνούσε, δεν την έβλεπε πουθενά. δεν θα ‘ ρθει σκέφτηκε, και γω κακώς της είπα να ‘ρθει. αφού αυτή είναι για να μείνει εδώ.

λίγο πριν μπει στο αεροπλάνο αποφάσισε πως αν αυτή είναι για να μένει εδώ, είναι κι αυτός να μένει εδώ μαζί της. γύρισε σπίτι, χαμογέλασε στο μαύρο φορντ φιέστα, και άδειασε τη βαλίτσα του. εδώ, μαζί της, και με δουλειές του ποδαριού.

και τα καλοκαίρια να μας πηγαίνει σπίτι μέσα στα λουλουδιαστά παρεό της.

DSCN3518

Μεγάλη Παρασκευή

Μεγάλη Παρασκευή.

Εκεί που περπατούσα στα στενά της Πλάκας και μύριζαν τα νυχτολούλουδα και τα γιασεμιά, παρέα με δυο γάτες χρώματος μπεζ η μία και κανελί η δεύτερη, βρέθηκα μπροστά στην πόρτα μιας μικρής εκκλησίας. Μπήκα και είδα τον στολισμένο με λουλούδια επιτάφιο, και κατευθύνθηκα προς την πίσω αυλή, μωρέ μπράβο ακάλυπτο η εκκλησία σκέφτηκα, μια ωραιότατη μεγάλη αυλή, με θέα τον ιερό βράχο και τα μάρμαρα του Παρθενώνα, μεγάλες γλάστρες, πεζούλια γεμάτα κόσμο, και τοίχους χρώματος γαλάζιο και σάπιο μήλο.

11074923_10203896165858405_7336674408351284568_o

Δεν ξέρω τι με ώθησε να μπω και να καθίσω σε ένα από τα πεζούλια της αυλής της εκκλησίας ως το τέλος (σίγουρα το μόνο ενοχλητικό ήταν τα υπερβολικά βαριά αρώματα των μεσήλικων γυναικών), καθώς δεν είμαι της θρησκείας, ούτε των εθίμων. Η αλήθεια είναι όμως ότι η μεγάλη εβδομάδα κάθε χρόνο κάτι μου κάνει, τα μελαγχολικά τραγούδια στο ραδιόφωνο, οι ύμνοι που ακούγονται από τις εκκλησίες, η άνοιξη που ήρθε, τα λουλούδια που ανθίσαν ξανά με χρόνο ζωής ως το καλοκαίρι, τα πιο ελαφριά ρούχα, ο αποχαιρετισμός των μπουφάν και των πουλόβερ. Αυτή η μυρωδιά της φύσης που εισβάλλει απρόσκλητη και ασταμάτητη στα τσιμεντένια κουτιά και στα κοιμισμένα μας μυαλά. Η φωνή του Μπιθικώτση στον επιτάφιο του ρίτσου, η γιαγιά μου που μετά από πολέμους, πείνες και θανατικά ακόμα πιστεύει ότι υπάρχει θεός, και ένας σκύλος που κοιμάται στο λιγοστό πράσινο που υπάρχει ανάμεσα στις πολυκατοικίες.

*

Νομίζω πως δεν την αδικώ τη γιαγιά μου που πιστεύει ότι υπάρχει θεός. Όποτε είμαστε οι δυο μας μου λέει δύσκολα χρόνια, αλλά και αυτά που ζήσαμε εμείς άλλο πράγμα. Παράπονό της που δεν τη στείλανε σχολείο. Κάθε φορά λέει άμα είχα πάει εγώ σχολείο θα ήμουνα επιστήμονας. 6 χρονών την έστειλαν να φυλάει τα πρόβατα. Έμαθε κάτι λίγα γράμματα από το θείο της που ήταν γιατρός, όποτε την επισκεπτόταν στο χωριό. Είχε δει λέει και το Βελουχιώτη, ο πατέρας της τους έδωσε να φάνε. Και τότε έτσι ήταν μου είπε, λίγοι ενδιαφερόντουσαν, οι περισσότεροι κοιτούσαν τη βολή τους. Απλοί άνθρωποι, ζούσαν με λίγα όχι σαν κι εμάς.

Δεν ξέρω τι είδους φλόγα καίει στην ψυχή αυτών των ανθρώπων, που είδαν τόσα τα μάτια τους, που πέρασαν πείνες και θανάτους και φτώχεια, πάντως η γιαγιά μου κάθε φορά μου λέει να έχεις δύναμη στη ζωή και να παλεύεις, να μην το βάζεις κάτω, δε βλέπεις κι εμάς που καταφέραμε και ζήσαμε.

Είδα μια μέρα από κοντά τον Ουαλίντ, τον Αιγύπτιο που βασανίσανε κάτι ανθρωπάρια στη Σαλαμίνα. Ούτε σε αυτού την ψυχή μπορώ να καταλάβω τι είδους φλόγα καίει, και έχει τόση δύναμη και πίστη στον άνθρωπο μετά από όσα του έκαναν. Δάκρυζε με τους ανθρώπους που του έλεγαν να έχει δύναμη. Ένιωθα εκείνη την ώρα τόση ντροπή, λες και έφταιγα εγώ για ό,τι του συνέβη. Ένιωθα ότι δεν μου αξίζει να τον κοιτάω στα μάτια, ότι πρέπει εγώ να κοιτάω κάτω, και όχι αυτός.

Πολλά δεν μπορώ να καταλάβω αλλά δε βαριέσαι. Τουλάχιστον πάντα θα υπάρχουν λίγοι άνθρωποι με τους οποίους θα κάνουμε χωριό.

*

Φέτος θα κάνω Πάσχα στο νησί. Άλλη μια φορά πήγα, δεν είναι όπως το καλοκαίρι. Έχει μια ηρεμία, έχει θάλασσα, έχει πλακόστρωτα σοκάκια και βουκαμβίλιες. Έχει αυτή την ατμόσφαιρα της μεγάλης εβδομάδας που έλεγα πιο πάνω. Να διώξουμε λίγο το χειμώνα από πάνω μας. Να φύγει.

*

Όσο υπάρχουν τραγούδια σαν κι αυτό, που δυστυχώς σχεδόν ποτέ δεν τα ακούς τυχαία, τόσο θα υπάρχει μια μικρή ελπίδα. Κάπου μακριά, στο βάθος.

DSCN0499

Ίσως η μεγάλη εβδομάδα μου είναι οικεία γιατί χώνομαι λίγο μέσα στην ψυχή μου, λίγο ηρεμώ και παρατηρώ, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο καιρό που όλο τρέχω κάτι να προλάβω.

ορίζοντες

στη διαδρομή μου προς το σπίτι σε μια κατηφόρα φαίνεται μακριά στο βάθος η θάλασσα, ανάμεσα σε κεραίες, τσιμέντο, μπαλκόνια, φανάρια και φώτα φρένων

είναι την ώρα που ο ουρανός γίνεται βαθύ μωβ, λίγο πριν νυχτώσει και για μια στιγμή ηρεμούν όλα

ο ορίζοντάς μου θα είναι πάντα λίγο θάλασσα, από κοντά ή από μακριά, στην πόλη ή στο νησί

*

στο σπίτι στο νησί με τα μωβ παράθυρα πάντα περπατάω ξυπόλητη, την άνοιξη ο κήπος είναι γεμάτος μαργαρίτες, το χειμώνα γεμάτος κρυμμένα μυρμήγκια και το καλοκαίρι γεμάτος όνειρα που το σκάνε από τα ανοιχτά παράθυρα την ώρα που εσύ κοιμάσαι

το κόκκινο αυτοκινητάκι ανυπομονεί να τρέξει πάλι στο νησιώτικο δρόμο και να απλώσεις τα γυμνά σου πόδια δίπλα στο τιμόνι, να βγάλεις έξω το χέρι σαν ταρίφας και να βάλεις μουσική στο τέρμα, να ξυπνήσεις τα τζιτζίκια που όσο και να προσπαθήσεις δεν θα καταφέρεις να τους χαλάσεις το ρυθμό του τραγουδιού τους

η άμμος περιμένει να χώσεις τα πόδια σου μέσα της μέχρι να καούν και γίνουν κατακόκκινα, και μετά η θάλασσα, αυτή να δεις πόσο περιμένει να σε ξεπλύνει από όλα όσα φορτώθηκες το χειμώνα, άγχη, σκοτούρες, λύπες και πεθαμένες ελπίδες

η ταβέρνα της χαράς στην μικρή κρυμμένη πλακόστρωτη πλατεία στο γραφικό χωριουδάκι σε περιμένει με κοκκινιστό με μακαρόνια, με φάβα και χόρτα τσιμπητά, με κόκκινο κρασί από το μικρό αμπέλι και με τη σκιά ενός πλάτανου, να κόβει λίγο τον ήλιο, να μην πάρουν πολύ τα μυαλά μας αέρα

τα απογεύματα το μπαλκόνι περιμένει με τα λάστιχα να τα ανοίξεις να δροσίσεις τα τσιμέντα και τα πόδια σου από την κάψα του Αυγούστου

και οι ξερολιθιές, τα γαϊδουράκια, τα στάχυα, το εργοστάσιο της ΔΕΗ με τα κόκκινα φώτα, η προβλήτα με το φάρο, το ρεμπετάδικο με τις κουρελούδες και την κληματαριά, τα αγροτικά με τις καρότσες τους, όλα είναι εκεί και σε περιμένουν

κι έτσι πια ανάλαφρος, μετά από το πρώτο μπάνιο στο νησί, θα θυμηθείς ξανά πόσο η ζωή είναι ωραία

με ορίζοντα μόνο τη θάλασσα

DSCN0899

είμαστε ζωντανοί ρε

θυμάμαι τη μέρα που άνοιξαν τρύπες στο τσιμέντο και φύτεψαν δέντρα. στην αρχή ήταν κάτι λεπτούτσικοι κορμοί, τώρα είναι ολόκληρα δέντρα. μπορείς το καλοκαίρι να κάτσεις στη σκιά τους. τώρα ξαφνικά φωνάζουν όλοι για ένα γκράφιτι, ακόμα κι αυτοί που δεν έχουν περάσει ούτε απ’ έξω, μόνο το είδαν σε μια φωτογραφία. αυτοί που δεν είδαν τα δέντρα να μεγαλώνουν, δεν άφησαν ποτέ λουλούδια στην επέτειο του πολυτεχνείου, δεν κοίταξαν ποτέ την ακρόπολη από την πατησίων, δεν κοίταξαν ποτέ από ψηλά το αίθριο του αβέρωφ, δεν κατούρησαν ποτέ στα παρτέρια επειδή οι τουαλέτες ήταν κλειδωμένες, δεν ξάπλωσαν κλαίγοντας στα μάρμαρα της σκάλας, δεν γονάτισαν απ΄τα γέλια μέσα σε μια αφρόντιστη αίθουσα, ούτε σφουγγάρισαν τα νερά ένα βράδυ με καταιγίδα που πλημμύρισε ο τόπος.

όχι δεν υπονοώ ότι όποιος δεν έζησε το πολυτεχνείο δεν μπορεί να έχει άποψη, αυτό που θέλω να πω είναι ότι το πολυτεχνείο είναι κάτι ζωντανό, και σαν κάτι ζωντανό θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται, μεγαλώνει, γερνάει, γεννάει, ξερνάει, εξελίσσεται, δεν είναι ένα αποστειρωμένο μνημέιο με ταμπέλα μην αγγίζετε.

το πολυτεχνείο έχει μαζεμένα πολλά ίχνη ζωής για να θεωρείται ένα απλό μνημείο.

αβερωφ

spring is coming

μυρωδιά από θυμάρι μέσα στο καταχείμωνο

πυγολαμπίδες στο σκοτάδι

πεφταστέρια από το νερό της βροχής στο τζάμι του αυτοκινήτου

τα γυμνά πόδια μέσα στο ποτάμι

το έχει βάσανα η ζωή μου – δεν τα ξέρει ούτε η αυλή μου

ο βόσπορος την ώρα που δύει ο ήλιος

κι όλα αυτά χαμένη στη μετάφραση, ή σε χιλιάδες πίξελ χωροχρόνου,

ο πρωινός χειμωνιάτικος ήλιος που με τυφλώνει

σε δέκα μέρες μπαίνει η άνοιξη.

R1-06718-0031